κοντεντιάζω

κοντεντιάζω
κοντεντιάζω και κουντεντιάζω (Μ)
(ενεργ. και μέσ.)
1. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιούμαι, είμαι ικανοποιημένος
2. συμφωνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. contenter ή προβηγκ. conntentar].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”